- περιάγω
- ΝΜΑοδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί.β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.)νεοελλ.κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν περιήγαγε στην εξαθλίωση»)μσν.-αρχ.έρχομαι ολόγυρα («περιφερομένης καὶ περιαγούσης», Επίκ.)αρχ.1. φέρω κάτι μαζί μου όπου και να πάω («τρεῑς παῑδας ἀκολούθους περιάγεις», Δημοσθ.)2. φέρνω κάποιον ή κάτι σε ένα μέρος ή σε μια κατάσταση («πειρώμενος... ἐς αὐτόν τε μόνον περιαγαγεῑν τὴν ἀρχήν», Ηρωδιαν.)3. δημιουργώ δυσκολίες σε κάποιον, τόν φέρνω σε αμηχανία («ὡς οὐ μετρίως με ἀποκναίεις περιάγων», Λουκιαν.)4. στρέφω κάτι γύρω, γυρίζω, περιστρέφω (α. «τὴν κεφαλὴν ποῑ περιάγεις», Αριστοφ.β. «οἷον τροχοῡ περιαγομένου», Πλάτ.)5. θέτω σε περιφερική κίνηση («ἥλιον καὶ σελήνην καὶ τὰ ἄλλα άστρα, εἴπερ ψυχὴ περιάγει πάντα», Πλάτ.)6. παρατείνω, αναβάλλω («δεῑπνον ὅμοιον καὶ ἐς τὴν αὐτὴν ὥραν περιηγμένον», Λουκιαν.)7. (ρητ.) επεξεργάζομαι μια περίοδο κειμένου και τήν καθιστώ κομψή και γλαφυρή8. περιφέρομαι, πηγαίνω εδώ κι εκεί («περιῆγεν ὁ Ἰησοῡς τὰς πόλεις πάσας», ΚΔ)9. μέσ. περιάγομαιδίνω κάτι από χέρι σε χέρι.
Dictionary of Greek. 2013.